- παίστης
- παίσ-της, ου, ὁ,A player, executant, PGen.73.5 (ii/iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παίστης — παίστης, ο (Α) εκτελεστής μουσικού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παίζω (πρβλ. αόρ. ἔ παισ α) + επίθημα της] … Dictionary of Greek
επιπαιστικός — ἐπιπαιστικός, ή, όν (Α) αυτός που γίνεται ή τίθεται ως παιδιά, ως παιγνίδι («γρῑφος πρόβλημα ἐπιπαιστικόν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + παιστικός (< παίστης < παις)] … Dictionary of Greek
παιστικός — παιστικός, ή, όν (Α) [παίστης] αστείος … Dictionary of Greek
φιλοπαίκτης — και δ. γρφ. φιλοπαίστης, ὁ, Α φιλοπαίγμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παίκτης / παίστης (< παίζω)] … Dictionary of Greek